αμπαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμπαρώνω < αμπάρα + -ώνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίααμπαρώνω, πρτ.: αμπάρωνα, στ.μέλλ.: θα αμπαρώσω, αόρ.: αμπάρωσα, παθ.φωνή: αμπαρώνομαι, μτχ.π.π.: αμπαρωμένος
- κλείνω επιμελώς ένα χώρο ώστε να μην είναι δυνατή σε ανεπιθύμητους η είσοδος σε αυτόν
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμπαρώνω | αμπάρωνα | θα αμπαρώνω | να αμπαρώνω | αμπαρώνοντας | |
β' ενικ. | αμπαρώνεις | αμπάρωνες | θα αμπαρώνεις | να αμπαρώνεις | αμπάρωνε | |
γ' ενικ. | αμπαρώνει | αμπάρωνε | θα αμπαρώνει | να αμπαρώνει | ||
α' πληθ. | αμπαρώνουμε | αμπαρώναμε | θα αμπαρώνουμε | να αμπαρώνουμε | ||
β' πληθ. | αμπαρώνετε | αμπαρώνατε | θα αμπαρώνετε | να αμπαρώνετε | αμπαρώνετε | |
γ' πληθ. | αμπαρώνουν(ε) | αμπάρωναν αμπαρώναν(ε) |
θα αμπαρώνουν(ε) | να αμπαρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμπάρωσα | θα αμπαρώσω | να αμπαρώσω | αμπαρώσει | ||
β' ενικ. | αμπάρωσες | θα αμπαρώσεις | να αμπαρώσεις | αμπάρωσε | ||
γ' ενικ. | αμπάρωσε | θα αμπαρώσει | να αμπαρώσει | |||
α' πληθ. | αμπαρώσαμε | θα αμπαρώσουμε | να αμπαρώσουμε | |||
β' πληθ. | αμπαρώσατε | θα αμπαρώσετε | να αμπαρώσετε | αμπαρώστε | ||
γ' πληθ. | αμπάρωσαν αμπαρώσαν(ε) |
θα αμπαρώσουν(ε) | να αμπαρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αμπαρώσει | είχα αμπαρώσει | θα έχω αμπαρώσει | να έχω αμπαρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αμπαρώσει | είχες αμπαρώσει | θα έχεις αμπαρώσει | να έχεις αμπαρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αμπαρώσει | είχε αμπαρώσει | θα έχει αμπαρώσει | να έχει αμπαρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αμπαρώσει | είχαμε αμπαρώσει | θα έχουμε αμπαρώσει | να έχουμε αμπαρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αμπαρώσει | είχατε αμπαρώσει | θα έχετε αμπαρώσει | να έχετε αμπαρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αμπαρώσει | είχαν αμπαρώσει | θα έχουν αμπαρώσει | να έχουν αμπαρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμπαρώνω