αναζωογονημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναζωογονημένος < μετοχή παρακειμένου του αναζωογονούμαι < αναζωογονώ
Προφορά επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
αναζωογονημένος -η -ο
- αυτός που έχει αναζωογονηθεί, ανανεωθεί
- Έκανα ένα ντους και νιώθω αναζωογονημένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναζωογονημένος