Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναγραμμένος η αναγραμμένη το αναγραμμένο
      γενική του αναγραμμένου της αναγραμμένης του αναγραμμένου
    αιτιατική τον αναγραμμένο την αναγραμμένη το αναγραμμένο
     κλητική αναγραμμένε αναγραμμένη αναγραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναγραμμένοι οι αναγραμμένες τα αναγραμμένα
      γενική των αναγραμμένων των αναγραμμένων των αναγραμμένων
    αιτιατική τους αναγραμμένους τις αναγραμμένες τα αναγραμμένα
     κλητική αναγραμμένοι αναγραμμένες αναγραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναγράφω

  Μετοχή επεξεργασία

αναγραμμένος και αναγεγραμμένος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία