↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμελημένος η αμελημένη το αμελημένο
      γενική του αμελημένου της αμελημένης του αμελημένου
    αιτιατική τον αμελημένο την αμελημένη το αμελημένο
     κλητική αμελημένε αμελημένη αμελημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμελημένοι οι αμελημένες τα αμελημένα
      γενική των αμελημένων των αμελημένων των αμελημένων
    αιτιατική τους αμελημένους τις αμελημένες τα αμελημένα
     κλητική αμελημένοι αμελημένες αμελημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμελημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αμελώ

αμελημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αμελώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία