Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμελημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμελημέν
ος
η
αμελημέν
η
το
αμελημέν
ο
γενική
του
αμελημέν
ου
της
αμελημέν
ης
του
αμελημέν
ου
αιτιατική
τον
αμελημέν
ο
την
αμελημέν
η
το
αμελημέν
ο
κλητική
αμελημέν
ε
αμελημέν
η
αμελημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμελημέν
οι
οι
αμελημέν
ες
τα
αμελημέν
α
γενική
των
αμελημέν
ων
των
αμελημέν
ων
των
αμελημέν
ων
αιτιατική
τους
αμελημέν
ους
τις
αμελημέν
ες
τα
αμελημέν
α
κλητική
αμελημέν
οι
αμελημέν
ες
αμελημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμελημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αμελώ
Μετοχή
επεξεργασία
αμελημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αμελώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμελημένος