Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλληλοεξαρτημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλληλοεξαρτημέν
ος
η
αλληλοεξαρτημέν
η
το
αλληλοεξαρτημέν
ο
γενική
του
αλληλοεξαρτημέν
ου
της
αλληλοεξαρτημέν
ης
του
αλληλοεξαρτημέν
ου
αιτιατική
τον
αλληλοεξαρτημέν
ο
την
αλληλοεξαρτημέν
η
το
αλληλοεξαρτημέν
ο
κλητική
αλληλοεξαρτημέν
ε
αλληλοεξαρτημέν
η
αλληλοεξαρτημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλληλοεξαρτημέν
οι
οι
αλληλοεξαρτημέν
ες
τα
αλληλοεξαρτημέν
α
γενική
των
αλληλοεξαρτημέν
ων
των
αλληλοεξαρτημέν
ων
των
αλληλοεξαρτημέν
ων
αιτιατική
τους
αλληλοεξαρτημέν
ους
τις
αλληλοεξαρτημέν
ες
τα
αλληλοεξαρτημέν
α
κλητική
αλληλοεξαρτημέν
οι
αλληλοεξαρτημέν
ες
αλληλοεξαρτημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ο αμοιβαία
εξαρτημένος