↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναγομωμένος η αναγομωμένη το αναγομωμένο
      γενική του αναγομωμένου της αναγομωμένης του αναγομωμένου
    αιτιατική τον αναγομωμένο την αναγομωμένη το αναγομωμένο
     κλητική αναγομωμένε αναγομωμένη αναγομωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναγομωμένοι οι αναγομωμένες τα αναγομωμένα
      γενική των αναγομωμένων των αναγομωμένων των αναγομωμένων
    αιτιατική τους αναγομωμένους τις αναγομωμένες τα αναγομωμένα
     κλητική αναγομωμένοι αναγομωμένες αναγομωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναγομωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναγομώνω

αναγομωμένος, -η, -ο

που έχει αναγομωθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία