↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανασκευασμένος η ανασκευασμένη το ανασκευασμένο
      γενική του ανασκευασμένου της ανασκευασμένης του ανασκευασμένου
    αιτιατική τον ανασκευασμένο την ανασκευασμένη το ανασκευασμένο
     κλητική ανασκευασμένε ανασκευασμένη ανασκευασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανασκευασμένοι οι ανασκευασμένες τα ανασκευασμένα
      γενική των ανασκευασμένων των ανασκευασμένων των ανασκευασμένων
    αιτιατική τους ανασκευασμένους τις ανασκευασμένες τα ανασκευασμένα
     κλητική ανασκευασμένοι ανασκευασμένες ανασκευασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανασκευασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανασκευάζω

ανασκευασμένος

→ δείτε τη λέξη ανασκευάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία