Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναγορευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναγορευμέν
ος
η
αναγορευμέν
η
το
αναγορευμέν
ο
γενική
του
αναγορευμέν
ου
της
αναγορευμέν
ης
του
αναγορευμέν
ου
αιτιατική
τον
αναγορευμέν
ο
την
αναγορευμέν
η
το
αναγορευμέν
ο
κλητική
αναγορευμέν
ε
αναγορευμέν
η
αναγορευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναγορευμέν
οι
οι
αναγορευμέν
ες
τα
αναγορευμέν
α
γενική
των
αναγορευμέν
ων
των
αναγορευμέν
ων
των
αναγορευμέν
ων
αιτιατική
τους
αναγορευμέν
ους
τις
αναγορευμέν
ες
τα
αναγορευμέν
α
κλητική
αναγορευμέν
οι
αναγορευμέν
ες
αναγορευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναγορευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αναγορεύω
Μετοχή
επεξεργασία
αναγορευμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αναγορεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναγορευμένος
γαλλικά
:
nommé
(fr)
,
proclamé
(fr)