αναμερισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναμερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναμερίζω
Μετοχή επεξεργασία
αναμερισμένος
- που τον έχουν ξεχωρίσει και τον έχουν βάλει παράμερα, χωριστά, ο καταφρονημένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναμερισμένος
|