↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμερισμένος η αναμερισμένη το αναμερισμένο
      γενική του αναμερισμένου της αναμερισμένης του αναμερισμένου
    αιτιατική τον αναμερισμένο την αναμερισμένη το αναμερισμένο
     κλητική αναμερισμένε αναμερισμένη αναμερισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμερισμένοι οι αναμερισμένες τα αναμερισμένα
      γενική των αναμερισμένων των αναμερισμένων των αναμερισμένων
    αιτιατική τους αναμερισμένους τις αναμερισμένες τα αναμερισμένα
     κλητική αναμερισμένοι αναμερισμένες αναμερισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναμερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναμερίζω

αναμερισμένος

  • που τον έχουν ξεχωρίσει και τον έχουν βάλει παράμερα, χωριστά, ο καταφρονημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία