Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταφρονημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταφρονημέν
ος
η
καταφρονημέν
η
το
καταφρονημέν
ο
γενική
του
καταφρονημέν
ου
της
καταφρονημέν
ης
του
καταφρονημέν
ου
αιτιατική
τον
καταφρονημέν
ο
την
καταφρονημέν
η
το
καταφρονημέν
ο
κλητική
καταφρονημέν
ε
καταφρονημέν
η
καταφρονημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταφρονημέν
οι
οι
καταφρονημέν
ες
τα
καταφρονημέν
α
γενική
των
καταφρονημέν
ων
των
καταφρονημέν
ων
των
καταφρονημέν
ων
αιτιατική
τους
καταφρονημέν
ους
τις
καταφρονημέν
ες
τα
καταφρονημέν
α
κλητική
καταφρονημέν
οι
καταφρονημέν
ες
καταφρονημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταφρονημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταφρονώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταφρονημένος
ισπανικά
:
despreciado
(es)
,
desdeñado
(es)