Δείτε επίσης: ἀναμερίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναμερίζω < ανα- + μέρ(ος) + -ίζω. Διαφορετικό στην ελληνιστική κοινή ἀναμερίζω (κατανέμω)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.meˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐με‐ρί‐ζω

αναμερίζω, αόρ.: αναμέρισα, παθ.φωνή: αναμερίζομαι, π.αόρ.: αναμερίστηκα, μτχ.π.π.: αναμερισμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία