αναμερίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.meˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐με‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααναμερίζω, αόρ.: αναμέρισα, παθ.φωνή: αναμερίζομαι, π.αόρ.: αναμερίστηκα, μτχ.π.π.: αναμερισμένος
- (λαϊκότροπο)
- (αμετάβατο) απομακρύνομαι από μια θέση που εμποδίζει τη διέλευση
- (μεταβατικό) απομακρύνω κάτι από μια θέση, ώστε να μην έρθει σε επαφή με κάποιον ή κάτι άλλο
- ※ Ο νέος στράφηκε απότομα, αναμέρισε βίαια το μπράτσο, να μην τον αγγίξω. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: παραμερίζω, απομακρύνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανάμερα (επίρρημα)
- αναμέρισμα
- αναμερισμένος (μετοχή)
- ανάμερος
- από το αναμεριάζω
- αναμέριασμα
- αναμεριασμένος (μετοχή)
- αναμέριαστος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναμερίζω | αναμέριζα | θα αναμερίζω | να αναμερίζω | αναμερίζοντας | |
β' ενικ. | αναμερίζεις | αναμέριζες | θα αναμερίζεις | να αναμερίζεις | αναμέριζε | |
γ' ενικ. | αναμερίζει | αναμέριζε | θα αναμερίζει | να αναμερίζει | ||
α' πληθ. | αναμερίζουμε | αναμερίζαμε | θα αναμερίζουμε | να αναμερίζουμε | ||
β' πληθ. | αναμερίζετε | αναμερίζατε | θα αναμερίζετε | να αναμερίζετε | αναμερίζετε | |
γ' πληθ. | αναμερίζουν(ε) | αναμέριζαν αναμερίζαν(ε) |
θα αναμερίζουν(ε) | να αναμερίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναμέρισα | θα αναμερίσω | να αναμερίσω | αναμερίσει | ||
β' ενικ. | αναμέρισες | θα αναμερίσεις | να αναμερίσεις | αναμέρισε | ||
γ' ενικ. | αναμέρισε | θα αναμερίσει | να αναμερίσει | |||
α' πληθ. | αναμερίσαμε | θα αναμερίσουμε | να αναμερίσουμε | |||
β' πληθ. | αναμερίσατε | θα αναμερίσετε | να αναμερίσετε | αναμερίστε | ||
γ' πληθ. | αναμέρισαν αναμερίσαν(ε) |
θα αναμερίσουν(ε) | να αναμερίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναμερίσει | είχα αναμερίσει | θα έχω αναμερίσει | να έχω αναμερίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναμερίσει | είχες αναμερίσει | θα έχεις αναμερίσει | να έχεις αναμερίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναμερίσει | είχε αναμερίσει | θα έχει αναμερίσει | να έχει αναμερίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναμερίσει | είχαμε αναμερίσει | θα έχουμε αναμερίσει | να έχουμε αναμερίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναμερίσει | είχατε αναμερίσει | θα έχετε αναμερίσει | να έχετε αναμερίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναμερίσει | είχαν αναμερίσει | θα έχουν αναμερίσει | να έχουν αναμερίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναμερίζομαι | αναμεριζόμουν(α) | θα αναμερίζομαι | να αναμερίζομαι | ||
β' ενικ. | αναμερίζεσαι | αναμεριζόσουν(α) | θα αναμερίζεσαι | να αναμερίζεσαι | ||
γ' ενικ. | αναμερίζεται | αναμεριζόταν(ε) | θα αναμερίζεται | να αναμερίζεται | ||
α' πληθ. | αναμεριζόμαστε | αναμεριζόμαστε αναμεριζόμασταν |
θα αναμεριζόμαστε | να αναμεριζόμαστε | ||
β' πληθ. | αναμερίζεστε | αναμεριζόσαστε αναμεριζόσασταν |
θα αναμερίζεστε | να αναμερίζεστε | (αναμερίζεστε) | |
γ' πληθ. | αναμερίζονται | αναμερίζονταν αναμεριζόντουσαν |
θα αναμερίζονται | να αναμερίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναμερίστηκα | θα αναμεριστώ | να αναμεριστώ | αναμεριστεί | ||
β' ενικ. | αναμερίστηκες | θα αναμεριστείς | να αναμεριστείς | αναμερίσου | ||
γ' ενικ. | αναμερίστηκε | θα αναμεριστεί | να αναμεριστεί | |||
α' πληθ. | αναμεριστήκαμε | θα αναμεριστούμε | να αναμεριστούμε | |||
β' πληθ. | αναμεριστήκατε | θα αναμεριστείτε | να αναμεριστείτε | αναμεριστείτε | ||
γ' πληθ. | αναμερίστηκαν αναμεριστήκαν(ε) |
θα αναμεριστούν(ε) | να αναμεριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναμεριστεί | είχα αναμεριστεί | θα έχω αναμεριστεί | να έχω αναμεριστεί | αναμερισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναμεριστεί | είχες αναμεριστεί | θα έχεις αναμεριστεί | να έχεις αναμεριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναμεριστεί | είχε αναμεριστεί | θα έχει αναμεριστεί | να έχει αναμεριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναμεριστεί | είχαμε αναμεριστεί | θα έχουμε αναμεριστεί | να έχουμε αναμεριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναμεριστεί | είχατε αναμεριστεί | θα έχετε αναμεριστεί | να έχετε αναμεριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναμεριστεί | είχαν αναμεριστεί | θα έχουν αναμεριστεί | να έχουν αναμεριστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αναμερίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- «ἀναμερίζω», «ἀναμέριαστος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .