ανάμερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάμερα < ανάμερος
Επίρρημα επεξεργασία
ανάμερα
- απόμερα, απομονωμένα, ερημικά, σε τόπο όπου δεν συχνάζει κόσμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάμερα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανάμερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάμερο