αναμερίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.meˈɾi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐με‐ρί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίααναμερίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αναμερίζω
Δείτε επίσης : ἀναμερίζομαι |
αναμερίζομαι