αεροχτυπημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αεροχτυπημένος < αερο- + χτυπημένος
Μετοχή
επεξεργασία
αεροχτυπημένος
- (κυριολεκτικά) που τον έχει χτυπήσει ο αέρας
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) αλαφροΐσκιωτος, δαιμονόληπτος
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αεροχτυπημένος
|