Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλαφροΐσκιωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλαφροΐσκιωτ
ος
η
αλαφροΐσκιωτ
η
το
αλαφροΐσκιωτ
ο
γενική
του
αλαφροΐσκιωτ
ου
της
αλαφροΐσκιωτ
ης
του
αλαφροΐσκιωτ
ου
αιτιατική
τον
αλαφροΐσκιωτ
ο
την
αλαφροΐσκιωτ
η
το
αλαφροΐσκιωτ
ο
κλητική
αλαφροΐσκιωτ
ε
αλαφροΐσκιωτ
η
αλαφροΐσκιωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλαφροΐσκιωτ
οι
οι
αλαφροΐσκιωτ
ες
τα
αλαφροΐσκιωτ
α
γενική
των
αλαφροΐσκιωτ
ων
των
αλαφροΐσκιωτ
ων
των
αλαφροΐσκιωτ
ων
αιτιατική
τους
αλαφροΐσκιωτ
ους
τις
αλαφροΐσκιωτ
ες
τα
αλαφροΐσκιωτ
α
κλητική
αλαφροΐσκιωτ
οι
αλαφροΐσκιωτ
ες
αλαφροΐσκιωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλαφροΐσκιωτος
<
αλαφρός
+
-ο-
+
ίσκιος
+
-ωτος
Επίθετο
επεξεργασία
αλαφροΐσκιωτος
αυτός που μπορεί να βλέπει
ξωτικά
, νεράιδες, φαντάσματα
αυτός που έχει
ελαφρό
ύπνο
ξυπνά πολύ εύκολα, είναι
αλαφροΐσκιωτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ελαφρός
και
ίσκιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλαφροΐσκιωτος
αγγλικά
:
fey
(en)
,
unworldly
(en)