Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλαφροΐσκιωτος η αλαφροΐσκιωτη το αλαφροΐσκιωτο
      γενική του αλαφροΐσκιωτου της αλαφροΐσκιωτης του αλαφροΐσκιωτου
    αιτιατική τον αλαφροΐσκιωτο την αλαφροΐσκιωτη το αλαφροΐσκιωτο
     κλητική αλαφροΐσκιωτε αλαφροΐσκιωτη αλαφροΐσκιωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλαφροΐσκιωτοι οι αλαφροΐσκιωτες τα αλαφροΐσκιωτα
      γενική των αλαφροΐσκιωτων των αλαφροΐσκιωτων των αλαφροΐσκιωτων
    αιτιατική τους αλαφροΐσκιωτους τις αλαφροΐσκιωτες τα αλαφροΐσκιωτα
     κλητική αλαφροΐσκιωτοι αλαφροΐσκιωτες αλαφροΐσκιωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλαφροΐσκιωτος < αλαφρός + -ο- + ίσκιος + -ωτος

  Επίθετο επεξεργασία

αλαφροΐσκιωτος

  1. αυτός που μπορεί να βλέπει ξωτικά, νεράιδες, φαντάσματα
  2. αυτός που έχει ελαφρό ύπνο
    ξυπνά πολύ εύκολα, είναι αλαφροΐσκιωτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία