Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δαιμονόληπτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δαιμονόληπτ
ος
η
δαιμονόληπτ
η
το
δαιμονόληπτ
ο
γενική
του
δαιμονόληπτ
ου
της
δαιμονόληπτ
ης
του
δαιμονόληπτ
ου
αιτιατική
τον
δαιμονόληπτ
ο
τη
δαιμονόληπτ
η
το
δαιμονόληπτ
ο
κλητική
δαιμονόληπτ
ε
δαιμονόληπτ
η
δαιμονόληπτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δαιμονόληπτ
οι
οι
δαιμονόληπτ
ες
τα
δαιμονόληπτ
α
γενική
των
δαιμονόληπτ
ων
των
δαιμονόληπτ
ων
των
δαιμονόληπτ
ων
αιτιατική
τους
δαιμονόληπτ
ους
τις
δαιμονόληπτ
ες
τα
δαιμονόληπτ
α
κλητική
δαιμονόληπτ
οι
δαιμονόληπτ
ες
δαιμονόληπτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δαιμονόληπτος
<
δαίμονας
+
-ο-
+
-ληπτος
Επίθετο
επεξεργασία
δαιμονόληπτος
ο
δαιμονισμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
δαιμονοληψία
→
δείτε
τις λέξεις
δαίμονας
και
λαμβάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δαιμονόληπτος
→
δείτε
τη λέξη
δαιμονισμένος