Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ληπτος η -ληπτη το -ληπτο
      γενική του -ληπτου της -ληπτης του -ληπτου
    αιτιατική τον -ληπτο τη(ν) -ληπτη το -ληπτο
     κλητική -ληπτε -ληπτη -ληπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ληπτοι οι -ληπτες τα -ληπτα
      γενική των -ληπτων των -ληπτων των -ληπτων
    αιτιατική τους -ληπτους τις -ληπτες τα -ληπτα
     κλητική -ληπτοι -ληπτες -ληπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ληπτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ληπτος < λαμβάνω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -λη‐πτος

  Επίθημα επεξεργασία

-ληπτος

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία