Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναδειγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναδειγμέν
ος
η
αναδειγμέν
η
το
αναδειγμέν
ο
γενική
του
αναδειγμέν
ου
της
αναδειγμέν
ης
του
αναδειγμέν
ου
αιτιατική
τον
αναδειγμέν
ο
την
αναδειγμέν
η
το
αναδειγμέν
ο
κλητική
αναδειγμέν
ε
αναδειγμέν
η
αναδειγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναδειγμέν
οι
οι
αναδειγμέν
ες
τα
αναδειγμέν
α
γενική
των
αναδειγμέν
ων
των
αναδειγμέν
ων
των
αναδειγμέν
ων
αιτιατική
τους
αναδειγμέν
ους
τις
αναδειγμέν
ες
τα
αναδειγμέν
α
κλητική
αναδειγμέν
οι
αναδειγμέν
ες
αναδειγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αναδειγμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αναδεικνύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναδειγμένος