αναπληρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπληρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναπληρώνω
Μετοχή
επεξεργασίααναπληρωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αναπληρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπληρωμένος
|
αναπληρωμένος, -η, -ο
|