Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπληρωμένος η αναπληρωμένη το αναπληρωμένο
      γενική του αναπληρωμένου της αναπληρωμένης του αναπληρωμένου
    αιτιατική τον αναπληρωμένο την αναπληρωμένη το αναπληρωμένο
     κλητική αναπληρωμένε αναπληρωμένη αναπληρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπληρωμένοι οι αναπληρωμένες τα αναπληρωμένα
      γενική των αναπληρωμένων των αναπληρωμένων των αναπληρωμένων
    αιτιατική τους αναπληρωμένους τις αναπληρωμένες τα αναπληρωμένα
     κλητική αναπληρωμένοι αναπληρωμένες αναπληρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπληρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναπληρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αναπληρωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αναπληρώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία