Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακροβολισμένος η ακροβολισμένη το ακροβολισμένο
      γενική του ακροβολισμένου της ακροβολισμένης του ακροβολισμένου
    αιτιατική τον ακροβολισμένο την ακροβολισμένη το ακροβολισμένο
     κλητική ακροβολισμένε ακροβολισμένη ακροβολισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακροβολισμένοι οι ακροβολισμένες τα ακροβολισμένα
      γενική των ακροβολισμένων των ακροβολισμένων των ακροβολισμένων
    αιτιατική τους ακροβολισμένους τις ακροβολισμένες τα ακροβολισμένα
     κλητική ακροβολισμένοι ακροβολισμένες ακροβολισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροβολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακροβολίζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

ακροβολισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ακροβολίζομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία