ακροβολισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακροβολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακροβολίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
ακροβολισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ακροβολίζομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακροβολισμένος
|
ακροβολισμένος, -η, -ο
|