Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναστομωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναστομωμέν
ος
η
αναστομωμέν
η
το
αναστομωμέν
ο
γενική
του
αναστομωμέν
ου
της
αναστομωμέν
ης
του
αναστομωμέν
ου
αιτιατική
τον
αναστομωμέν
ο
την
αναστομωμέν
η
το
αναστομωμέν
ο
κλητική
αναστομωμέν
ε
αναστομωμέν
η
αναστομωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναστομωμέν
οι
οι
αναστομωμέν
ες
τα
αναστομωμέν
α
γενική
των
αναστομωμέν
ων
των
αναστομωμέν
ων
των
αναστομωμέν
ων
αιτιατική
τους
αναστομωμέν
ους
τις
αναστομωμέν
ες
τα
αναστομωμέν
α
κλητική
αναστομωμέν
οι
αναστομωμέν
ες
αναστομωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αναστομωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αναστομώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναστομωμένος