Ετυμολογία

επεξεργασία
αναστομώνω < αναστόμωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anastomoser)

αναστομώνω

  1. ανοίγω τρύπα ή διευρύνω μια ήδη ανοιγμένη
  2. τροχίζω, ακονίζω
  3. λειαίνω
  4. ξαναβάφω
  5. (ιατρική) κάνω αναστόμωση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία