αναστομώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναστομώνω < αναστόμωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anastomoser)
Ρήμα
επεξεργασίααναστομώνω
- ανοίγω τρύπα ή διευρύνω μια ήδη ανοιγμένη
- τροχίζω, ακονίζω
- λειαίνω
- ξαναβάφω
- (ιατρική) κάνω αναστόμωση
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναστομώνω | αναστόμωνα | θα αναστομώνω | να αναστομώνω | αναστομώνοντας | |
β' ενικ. | αναστομώνεις | αναστόμωνες | θα αναστομώνεις | να αναστομώνεις | αναστόμωνε | |
γ' ενικ. | αναστομώνει | αναστόμωνε | θα αναστομώνει | να αναστομώνει | ||
α' πληθ. | αναστομώνουμε | αναστομώναμε | θα αναστομώνουμε | να αναστομώνουμε | ||
β' πληθ. | αναστομώνετε | αναστομώνατε | θα αναστομώνετε | να αναστομώνετε | αναστομώνετε | |
γ' πληθ. | αναστομώνουν(ε) | αναστόμωναν αναστομώναν(ε) |
θα αναστομώνουν(ε) | να αναστομώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναστόμωσα | θα αναστομώσω | να αναστομώσω | αναστομώσει | ||
β' ενικ. | αναστόμωσες | θα αναστομώσεις | να αναστομώσεις | αναστόμωσε | ||
γ' ενικ. | αναστόμωσε | θα αναστομώσει | να αναστομώσει | |||
α' πληθ. | αναστομώσαμε | θα αναστομώσουμε | να αναστομώσουμε | |||
β' πληθ. | αναστομώσατε | θα αναστομώσετε | να αναστομώσετε | αναστομώστε | ||
γ' πληθ. | αναστόμωσαν αναστομώσαν(ε) |
θα αναστομώσουν(ε) | να αναστομώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναστομώσει | είχα αναστομώσει | θα έχω αναστομώσει | να έχω αναστομώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναστομώσει | είχες αναστομώσει | θα έχεις αναστομώσει | να έχεις αναστομώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναστομώσει | είχε αναστομώσει | θα έχει αναστομώσει | να έχει αναστομώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναστομώσει | είχαμε αναστομώσει | θα έχουμε αναστομώσει | να έχουμε αναστομώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναστομώσει | είχατε αναστομώσει | θα έχετε αναστομώσει | να έχετε αναστομώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναστομώσει | είχαν αναστομώσει | θα έχουν αναστομώσει | να έχουν αναστομώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναστομώνω