Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναστόμωση οι αναστομώσεις
      γενική της αναστόμωσης* των αναστομώσεων
    αιτιατική την αναστόμωση τις αναστομώσεις
     κλητική αναστόμωση αναστομώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναστομώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναστόμωση < (λόγιο δάνειο) γαλλική anastomose[1] < (ελληνιστική κοινήἀναστόμωσις < αρχαία ελληνική ἀναστομόω / ἀναστομῶ < στομόω / στομῶ < στόμα (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stomn

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναστόμωση θηλυκό

  1. άνοιγμα μιας τρύπας, μιας οπής, ή διεύρυνσή της
  2. ακόνισμα
  3. (ιατρική) συνένωση ή σύνδεση δύο οργάνων του σώματος
  4. (ανατομία) πλευρική σύνδεση δύο αγγείων ή νεύρων
  5. (βοτανική) η διασταύρωση ή η συνένωση των κλαδωτών τμημάτων ενός φυτού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία