Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιχμαλωτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αιχμαλωτισμέν
ος
η
αιχμαλωτισμέν
η
το
αιχμαλωτισμέν
ο
γενική
του
αιχμαλωτισμέν
ου
της
αιχμαλωτισμέν
ης
του
αιχμαλωτισμέν
ου
αιτιατική
τον
αιχμαλωτισμέν
ο
την
αιχμαλωτισμέν
η
το
αιχμαλωτισμέν
ο
κλητική
αιχμαλωτισμέν
ε
αιχμαλωτισμέν
η
αιχμαλωτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αιχμαλωτισμέν
οι
οι
αιχμαλωτισμέν
ες
τα
αιχμαλωτισμέν
α
γενική
των
αιχμαλωτισμέν
ων
των
αιχμαλωτισμέν
ων
των
αιχμαλωτισμέν
ων
αιτιατική
τους
αιχμαλωτισμέν
ους
τις
αιχμαλωτισμέν
ες
τα
αιχμαλωτισμέν
α
κλητική
αιχμαλωτισμέν
οι
αιχμαλωτισμέν
ες
αιχμαλωτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιχμαλωτισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αιχμαλωτίζω
Μετοχή
επεξεργασία
αιχμαλωτισμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
αιχμαλωτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιχμαλωτισμένος