αιχμαλωτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιχμαλωτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αιχμαλωτίζω
Μετοχή
επεξεργασίααιχμαλωτισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αιχμαλωτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αιχμαλωτισμένος
|
αιχμαλωτισμένος, -η, -ο
|