Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αθροισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αθροισμέν
ος
η
αθροισμέν
η
το
αθροισμέν
ο
γενική
του
αθροισμέν
ου
της
αθροισμέν
ης
του
αθροισμέν
ου
αιτιατική
τον
αθροισμέν
ο
την
αθροισμέν
η
το
αθροισμέν
ο
κλητική
αθροισμέν
ε
αθροισμέν
η
αθροισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αθροισμέν
οι
οι
αθροισμέν
ες
τα
αθροισμέν
α
γενική
των
αθροισμέν
ων
των
αθροισμέν
ων
των
αθροισμέν
ων
αιτιατική
τους
αθροισμέν
ους
τις
αθροισμέν
ες
τα
αθροισμέν
α
κλητική
αθροισμέν
οι
αθροισμέν
ες
αθροισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αθροισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αθροίζω
Μετοχή
επεξεργασία
αθροισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αθροίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθροισμένος