Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθροισμένος η αθροισμένη το αθροισμένο
      γενική του αθροισμένου της αθροισμένης του αθροισμένου
    αιτιατική τον αθροισμένο την αθροισμένη το αθροισμένο
     κλητική αθροισμένε αθροισμένη αθροισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθροισμένοι οι αθροισμένες τα αθροισμένα
      γενική των αθροισμένων των αθροισμένων των αθροισμένων
    αιτιατική τους αθροισμένους τις αθροισμένες τα αθροισμένα
     κλητική αθροισμένοι αθροισμένες αθροισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθροισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αθροίζω

  Μετοχή επεξεργασία

αθροισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αθροίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία