Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναβιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναβιωμέν
ος
η
αναβιωμέν
η
το
αναβιωμέν
ο
γενική
του
αναβιωμέν
ου
της
αναβιωμέν
ης
του
αναβιωμέν
ου
αιτιατική
τον
αναβιωμέν
ο
την
αναβιωμέν
η
το
αναβιωμέν
ο
κλητική
αναβιωμέν
ε
αναβιωμέν
η
αναβιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναβιωμέν
οι
οι
αναβιωμέν
ες
τα
αναβιωμέν
α
γενική
των
αναβιωμέν
ων
των
αναβιωμέν
ων
των
αναβιωμέν
ων
αιτιατική
τους
αναβιωμέν
ους
τις
αναβιωμέν
ες
τα
αναβιωμέν
α
κλητική
αναβιωμέν
οι
αναβιωμέν
ες
αναβιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.na.vi.oˈme.nos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α‐να‐βι‐ω‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
αναβιωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αναβιώνω
≈
συνώνυμα
:
ξαναζωντανεμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναβιωμένος
αγγλικά
:
revived
(en)