αναμασημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναμασημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναμασώ
Μετοχή
επεξεργασίααναμασημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αναμασώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναμασημένος
|
αναμασημένος, -η, -ο
|