Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναρρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναρρωμέν
ος
η
αναρρωμέν
η
το
αναρρωμέν
ο
γενική
του
αναρρωμέν
ου
της
αναρρωμέν
ης
του
αναρρωμέν
ου
αιτιατική
τον
αναρρωμέν
ο
την
αναρρωμέν
η
το
αναρρωμέν
ο
κλητική
αναρρωμέν
ε
αναρρωμέν
η
αναρρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναρρωμέν
οι
οι
αναρρωμέν
ες
τα
αναρρωμέν
α
γενική
των
αναρρωμέν
ων
των
αναρρωμέν
ων
των
αναρρωμέν
ων
αιτιατική
τους
αναρρωμέν
ους
τις
αναρρωμέν
ες
τα
αναρρωμέν
α
κλητική
αναρρωμέν
οι
αναρρωμέν
ες
αναρρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναρρωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αναρρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αναρρωμένος, -η, -ο
που έχει
ανναρωθεί
, που έχει ξαναβρεί τις
δυνάμεις
του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναρρωμένος