↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναρρωμένος η αναρρωμένη το αναρρωμένο
      γενική του αναρρωμένου της αναρρωμένης του αναρρωμένου
    αιτιατική τον αναρρωμένο την αναρρωμένη το αναρρωμένο
     κλητική αναρρωμένε αναρρωμένη αναρρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναρρωμένοι οι αναρρωμένες τα αναρρωμένα
      γενική των αναρρωμένων των αναρρωμένων των αναρρωμένων
    αιτιατική τους αναρρωμένους τις αναρρωμένες τα αναρρωμένα
     κλητική αναρρωμένοι αναρρωμένες αναρρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναρρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναρρώνω

αναρρωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία