αλαλιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλαλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλαλιάζω
Μετοχή
επεξεργασίααλαλιασμένος, -η, -ο
- που έχει αλαλιάσει, έχει χάσει την ψυχραιμία του και σχεδόν τα λογικά του, ο πολύ ταραγμένος, ιδιαίτερα θορυβημένος
- Ήρθε στο σπίτι αλαλιασμένος με το κακό που τον βρήκε. Είδα κι έπαθα να τον συνεφέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλαλιασμένος
|