αλαλιασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααλαλιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αλαλιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αλαλιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλαλιασμένος