θορυβημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θορυβημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θορυβώ
Μετοχή
επεξεργασίαθορυβημένος, -η, -ο
- που έχουν ταραχτεί από μια συγκεκριμένη ενέργεια ή είδηση, ταραγμένος, έντονα ενοχλημένος, ανήσυχος που σκέφτεται πώς να αντιδράσει στην ενόχληση ή απειλή