Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμερικανοθρεμμένος < αμερικανο- + θρεμμένος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.me.ɾi.ka.no.θɾeˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐ρι‐κα‐νο‐θρεμ‐μέ‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμερικανοθρεμμένος η αμερικανοθρεμμένη το αμερικανοθρεμμένο
      γενική του αμερικανοθρεμμένου της αμερικανοθρεμμένης του αμερικανοθρεμμένου
    αιτιατική τον αμερικανοθρεμμένο την αμερικανοθρεμμένη το αμερικανοθρεμμένο
     κλητική αμερικανοθρεμμένε αμερικανοθρεμμένη αμερικανοθρεμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμερικανοθρεμμένοι οι αμερικανοθρεμμένες τα αμερικανοθρεμμένα
      γενική των αμερικανοθρεμμένων των αμερικανοθρεμμένων των αμερικανοθρεμμένων
    αιτιατική τους αμερικανοθρεμμένους τις αμερικανοθρεμμένες τα αμερικανοθρεμμένα
     κλητική αμερικανοθρεμμένοι αμερικανοθρεμμένες αμερικανοθρεμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αμερικανοθρεμμένος, -η, -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμερικανοθρεμμένος οι αμερικανοθρεμμένοι
      γενική του αμερικανοθρεμμένου των αμερικανοθρεμμένων
    αιτιατική τον αμερικανοθρεμμένο τους αμερικανοθρεμμένους
     κλητική αμερικανοθρεμμένε αμερικανοθρεμμένοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αμερικανοθρεμμένος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αμερικανοθρεμμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)