Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναθεωρημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναθεωρημέν
ος
η
αναθεωρημέν
η
το
αναθεωρημέν
ο
γενική
του
αναθεωρημέν
ου
της
αναθεωρημέν
ης
του
αναθεωρημέν
ου
αιτιατική
τον
αναθεωρημέν
ο
την
αναθεωρημέν
η
το
αναθεωρημέν
ο
κλητική
αναθεωρημέν
ε
αναθεωρημέν
η
αναθεωρημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναθεωρημέν
οι
οι
αναθεωρημέν
ες
τα
αναθεωρημέν
α
γενική
των
αναθεωρημέν
ων
των
αναθεωρημέν
ων
των
αναθεωρημέν
ων
αιτιατική
τους
αναθεωρημέν
ους
τις
αναθεωρημέν
ες
τα
αναθεωρημέν
α
κλητική
αναθεωρημέν
οι
αναθεωρημέν
ες
αναθεωρημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναθεωρημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αναθεωρώ
Μετοχή
επεξεργασία
αναθεωρημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αναθεωρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναθεωρημένος
αγγλικά
:
revised
(en)