Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανασυγκροτημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανασυγκροτημέν
ος
η
ανασυγκροτημέν
η
το
ανασυγκροτημέν
ο
γενική
του
ανασυγκροτημέν
ου
της
ανασυγκροτημέν
ης
του
ανασυγκροτημέν
ου
αιτιατική
τον
ανασυγκροτημέν
ο
την
ανασυγκροτημέν
η
το
ανασυγκροτημέν
ο
κλητική
ανασυγκροτημέν
ε
ανασυγκροτημέν
η
ανασυγκροτημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανασυγκροτημέν
οι
οι
ανασυγκροτημέν
ες
τα
ανασυγκροτημέν
α
γενική
των
ανασυγκροτημέν
ων
των
ανασυγκροτημέν
ων
των
ανασυγκροτημέν
ων
αιτιατική
τους
ανασυγκροτημέν
ους
τις
ανασυγκροτημέν
ες
τα
ανασυγκροτημέν
α
κλητική
ανασυγκροτημέν
οι
ανασυγκροτημέν
ες
ανασυγκροτημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανασυγκροτημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ανασυγκροτώ
Μετοχή
επεξεργασία
ανασυγκροτημένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
ανασυγκροτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανασυγκροτημένος