ανασυγκροτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασυγκροτώ < λόγια λέξη από την αρχαία ελληνική ἀνά και συγκροτέω-συγκροτῶ
Ρήμα
επεξεργασίαανασυγκροτώ (παθητικό: ανασυγκροτούμαι)
- συγκροτώ εκ νέου, ανασυνθέτω, ανασυντάσσω δυνάμεις για να επιτεθώ
- οι ομάδες των χούλιγκαν ανασυγκρότησαν τις δυνάμεις τους και επιτέθηκαν...
- προχωρώ σε μεγάλη αναδιάρθρωση
- παράνομο το Προεδρικό Διάταγμα με το οποίο ανασυγκροτήθηκαν οι Σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών
- Τότε η Ανατολική Γερμανία, αλλά και όλος ο τέως Ανατολικός Συνασπισμός άρχισαν να ανασυγκροτούνται υπό όρους καπιταλιστικής αγοράς
- αναδιοργανώνομαι, γίνομαι δυναμικός
- ανασυγκροτήθηκε η αριστερή πτέρυγα και πιέζει τους κεντρώους του κόμματος
- διεκδικεί τίτλο τώρα που ανασυγκροτήθηκε η ΠΑΕ...
- ανασυγκρότησε το επιτελείο του ο..
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανασυγκροτώ | ανασυγκροτούσα | θα ανασυγκροτώ | να ανασυγκροτώ | ανασυγκροτώντας | |
β' ενικ. | ανασυγκροτείς | ανασυγκροτούσες | θα ανασυγκροτείς | να ανασυγκροτείς | (ανασυγκρότει) | |
γ' ενικ. | ανασυγκροτεί | ανασυγκροτούσε | θα ανασυγκροτεί | να ανασυγκροτεί | ||
α' πληθ. | ανασυγκροτούμε | ανασυγκροτούσαμε | θα ανασυγκροτούμε | να ανασυγκροτούμε | ||
β' πληθ. | ανασυγκροτείτε | ανασυγκροτούσατε | θα ανασυγκροτείτε | να ανασυγκροτείτε | ανασυγκροτείτε | |
γ' πληθ. | ανασυγκροτούν(ε) | ανασυγκροτούσαν(ε) | θα ανασυγκροτούν(ε) | να ανασυγκροτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανασυγκρότησα | θα ανασυγκροτήσω | να ανασυγκροτήσω | ανασυγκροτήσει | ||
β' ενικ. | ανασυγκρότησες | θα ανασυγκροτήσεις | να ανασυγκροτήσεις | ανασυγκρότησε | ||
γ' ενικ. | ανασυγκρότησε | θα ανασυγκροτήσει | να ανασυγκροτήσει | |||
α' πληθ. | ανασυγκροτήσαμε | θα ανασυγκροτήσουμε | να ανασυγκροτήσουμε | |||
β' πληθ. | ανασυγκροτήσατε | θα ανασυγκροτήσετε | να ανασυγκροτήσετε | ανασυγκροτήστε | ||
γ' πληθ. | ανασυγκρότησαν ανασυγκροτήσαν(ε) |
θα ανασυγκροτήσουν(ε) | να ανασυγκροτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανασυγκροτήσει | είχα ανασυγκροτήσει | θα έχω ανασυγκροτήσει | να έχω ανασυγκροτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανασυγκροτήσει | είχες ανασυγκροτήσει | θα έχεις ανασυγκροτήσει | να έχεις ανασυγκροτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανασυγκροτήσει | είχε ανασυγκροτήσει | θα έχει ανασυγκροτήσει | να έχει ανασυγκροτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανασυγκροτήσει | είχαμε ανασυγκροτήσει | θα έχουμε ανασυγκροτήσει | να έχουμε ανασυγκροτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανασυγκροτήσει | είχατε ανασυγκροτήσει | θα έχετε ανασυγκροτήσει | να έχετε ανασυγκροτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανασυγκροτήσει | είχαν ανασυγκροτήσει | θα έχουν ανασυγκροτήσει | να έχουν ανασυγκροτήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανασυγκροτούμαι | ανασυγκροτούμουν | θα ανασυγκροτούμαι | να ανασυγκροτούμαι | ανασυγκροτούμενος | |
β' ενικ. | ανασυγκροτείσαι | ανασυγκροτούσουν | θα ανασυγκροτείσαι | να ανασυγκροτείσαι | ||
γ' ενικ. | ανασυγκροτείται | ανασυγκροτούνταν | θα ανασυγκροτείται | να ανασυγκροτείται | ||
α' πληθ. | ανασυγκροτούμαστε | ανασυγκροτούμασταν ανασυγκροτούμαστε |
θα ανασυγκροτούμαστε | να ανασυγκροτούμαστε | ||
β' πληθ. | ανασυγκροτείστε | ανασυγκροτούσασταν ανασυγκροτούσαστε |
θα ανασυγκροτείστε | να ανασυγκροτείστε | ανασυγκροτείστε | |
γ' πληθ. | ανασυγκροτούνται | ανασυγκροτούνταν | θα ανασυγκροτούνται | να ανασυγκροτούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανασυγκροτήθηκα | θα ανασυγκροτηθώ | να ανασυγκροτηθώ | ανασυγκροτηθεί | ||
β' ενικ. | ανασυγκροτήθηκες | θα ανασυγκροτηθείς | να ανασυγκροτηθείς | ανασυγκροτήσου | ||
γ' ενικ. | ανασυγκροτήθηκε | θα ανασυγκροτηθεί | να ανασυγκροτηθεί | |||
α' πληθ. | ανασυγκροτηθήκαμε | θα ανασυγκροτηθούμε | να ανασυγκροτηθούμε | |||
β' πληθ. | ανασυγκροτηθήκατε | θα ανασυγκροτηθείτε | να ανασυγκροτηθείτε | ανασυγκροτηθείτε | ||
γ' πληθ. | ανασυγκροτήθηκαν ανασυγκροτηθήκαν(ε) |
θα ανασυγκροτηθούν(ε) | να ανασυγκροτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανασυγκροτηθεί | είχα ανασυγκροτηθεί | θα έχω ανασυγκροτηθεί | να έχω ανασυγκροτηθεί | ανασυγκροτημένος | |
β' ενικ. | έχεις ανασυγκροτηθεί | είχες ανασυγκροτηθεί | θα έχεις ανασυγκροτηθεί | να έχεις ανασυγκροτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανασυγκροτηθεί | είχε ανασυγκροτηθεί | θα έχει ανασυγκροτηθεί | να έχει ανασυγκροτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανασυγκροτηθεί | είχαμε ανασυγκροτηθεί | θα έχουμε ανασυγκροτηθεί | να έχουμε ανασυγκροτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανασυγκροτηθεί | είχατε ανασυγκροτηθεί | θα έχετε ανασυγκροτηθεί | να έχετε ανασυγκροτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανασυγκροτηθεί | είχαν ανασυγκροτηθεί | θα έχουν ανασυγκροτηθεί | να έχουν ανασυγκροτηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασυγκροτώ