αναδιοργανώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααναδιοργανώνομαι< Παθ. φωνή του ρήματος αναδιοργανώνω
Ρήμα
επεξεργασίααναδιοργανώνομαι
- Με οργανώνουν από την αρχή.
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναδιοργανώνομαι | αναδιοργανωνόμουν(α) | θα αναδιοργανώνομαι | να αναδιοργανώνομαι | ||
β' ενικ. | αναδιοργανώνεσαι | αναδιοργανωνόσουν(α) | θα αναδιοργανώνεσαι | να αναδιοργανώνεσαι | (αναδιοργανώνου) | |
γ' ενικ. | αναδιοργανώνεται | αναδιοργανωνόταν(ε) | θα αναδιοργανώνεται | να αναδιοργανώνεται | ||
α' πληθ. | αναδιοργανωνόμαστε | αναδιοργανωνόμαστε αναδιοργανωνόμασταν |
θα αναδιοργανωνόμαστε | να αναδιοργανωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αναδιοργανώνεστε | αναδιοργανωνόσαστε αναδιοργανωνόσασταν |
θα αναδιοργανώνεστε | να αναδιοργανώνεστε | (αναδιοργανώνεστε) | |
γ' πληθ. | αναδιοργανώνονται | αναδιοργανώνονταν αναδιοργανωνόντουσαν |
θα αναδιοργανώνονται | να αναδιοργανώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναδιοργανώθηκα | θα αναδιοργανωθώ | να αναδιοργανωθώ | αναδιοργανωθεί | ||
β' ενικ. | αναδιοργανώθηκες | θα αναδιοργανωθείς | να αναδιοργανωθείς | αναδιοργανώσου | ||
γ' ενικ. | αναδιοργανώθηκε | θα αναδιοργανωθεί | να αναδιοργανωθεί | |||
α' πληθ. | αναδιοργανωθήκαμε | θα αναδιοργανωθούμε | να αναδιοργανωθούμε | |||
β' πληθ. | αναδιοργανωθήκατε | θα αναδιοργανωθείτε | να αναδιοργανωθείτε | αναδιοργανωθείτε | ||
γ' πληθ. | αναδιοργανώθηκαν αναδιοργανωθήκαν(ε) |
θα αναδιοργανωθούν(ε) | να αναδιοργανωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναδιοργανωθεί | είχα αναδιοργανωθεί | θα έχω αναδιοργανωθεί | να έχω αναδιοργανωθεί | αναδιοργανωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναδιοργανωθεί | είχες αναδιοργανωθεί | θα έχεις αναδιοργανωθεί | να έχεις αναδιοργανωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναδιοργανωθεί | είχε αναδιοργανωθεί | θα έχει αναδιοργανωθεί | να έχει αναδιοργανωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναδιοργανωθεί | είχαμε αναδιοργανωθεί | θα έχουμε αναδιοργανωθεί | να έχουμε αναδιοργανωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναδιοργανωθεί | είχατε αναδιοργανωθεί | θα έχετε αναδιοργανωθεί | να έχετε αναδιοργανωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναδιοργανωθεί | είχαν αναδιοργανωθεί | θα έχουν αναδιοργανωθεί | να έχουν αναδιοργανωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναδιοργανώνομαι
|