ενεστώτας regroup
γ΄ ενικό ενεστώτα regroups
αόριστος regrouped
παθητική μετοχή regrouped
ενεργητική μετοχή regrouping

  Ετυμολογία

επεξεργασία
regroup < re- + group

regroup (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ανασυντάσσομαι, κανονίζω τον τρόπο με τον οποίο συνεργάζονται οι άνθρωποι ή οι στρατιώτες με έναν νέο τρόπο, ειδικά για να συνεχίσουν να πολεμούν ή να επιτίθενται σε κάποιον
    ⮡  The demonstrators regrouped and attacked.
    Οι διαδηλωτές ανασυντάχτηκαν και επιτέθηκαν.