Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακριβοπληρωμένος η ακριβοπληρωμένη το ακριβοπληρωμένο
      γενική του ακριβοπληρωμένου της ακριβοπληρωμένης του ακριβοπληρωμένου
    αιτιατική τον ακριβοπληρωμένο την ακριβοπληρωμένη το ακριβοπληρωμένο
     κλητική ακριβοπληρωμένε ακριβοπληρωμένη ακριβοπληρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακριβοπληρωμένοι οι ακριβοπληρωμένες τα ακριβοπληρωμένα
      γενική των ακριβοπληρωμένων των ακριβοπληρωμένων των ακριβοπληρωμένων
    αιτιατική τους ακριβοπληρωμένους τις ακριβοπληρωμένες τα ακριβοπληρωμένα
     κλητική ακριβοπληρωμένοι ακριβοπληρωμένες ακριβοπληρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακριβοπληρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακριβοπληρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

ακριβοπληρωμένος, -η, -ο

  1. που πληρώνεται ακριβά για κάποια δουλειά
  2. που είχε υψηλή τιμή όταν αποκτήθηκε, που στοίχισε πολλά

  Μεταφράσεις επεξεργασία