Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβγατισμένος η αβγατισμένη το αβγατισμένο
      γενική του αβγατισμένου της αβγατισμένης του αβγατισμένου
    αιτιατική τον αβγατισμένο την αβγατισμένη το αβγατισμένο
     κλητική αβγατισμένε αβγατισμένη αβγατισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβγατισμένοι οι αβγατισμένες τα αβγατισμένα
      γενική των αβγατισμένων των αβγατισμένων των αβγατισμένων
    αιτιατική τους αβγατισμένους τις αβγατισμένες τα αβγατισμένα
     κλητική αβγατισμένοι αβγατισμένες αβγατισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αβγατισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία