↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδικοπονεμένος η αδικοπονεμένη το αδικοπονεμένο
      γενική του αδικοπονεμένου της αδικοπονεμένης του αδικοπονεμένου
    αιτιατική τον αδικοπονεμένο την αδικοπονεμένη το αδικοπονεμένο
     κλητική αδικοπονεμένε αδικοπονεμένη αδικοπονεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδικοπονεμένοι οι αδικοπονεμένες τα αδικοπονεμένα
      γενική των αδικοπονεμένων των αδικοπονεμένων των αδικοπονεμένων
    αιτιατική τους αδικοπονεμένους τις αδικοπονεμένες τα αδικοπονεμένα
     κλητική αδικοπονεμένοι αδικοπονεμένες αδικοπονεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδικοπονεμένος < μεσαιωνική ελληνική αδικοπονεμένος < άδικο και πονεμένος

αδικοπονεμένος -η -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία