↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναστεναμένος η αναστεναμένη το αναστεναμένο
      γενική του αναστεναμένου της αναστεναμένης του αναστεναμένου
    αιτιατική τον αναστεναμένο την αναστεναμένη το αναστεναμένο
     κλητική αναστεναμένε αναστεναμένη αναστεναμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναστεναμένοι οι αναστεναμένες τα αναστεναμένα
      γενική των αναστεναμένων των αναστεναμένων των αναστεναμένων
    αιτιατική τους αναστεναμένους τις αναστεναμένες τα αναστεναμένα
     κλητική αναστεναμένοι αναστεναμένες αναστεναμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναστεναμένος < λείπει η ετυμολογία

αναστεναμένος, -η, -ο