↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβγωμένος η αβγωμένη το αβγωμένο
      γενική του αβγωμένου της αβγωμένης του αβγωμένου
    αιτιατική τον αβγωμένο την αβγωμένη το αβγωμένο
     κλητική αβγωμένε αβγωμένη αβγωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβγωμένοι οι αβγωμένες τα αβγωμένα
      γενική των αβγωμένων των αβγωμένων των αβγωμένων
    αιτιατική τους αβγωμένους τις αβγωμένες τα αβγωμένα
     κλητική αβγωμένοι αβγωμένες αβγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αβγώνω < αβγ(ό) + -ώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vɣoˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βγω‐μέ‐νος

αβγωμένος, -η, -ο

  • που έχει αβγά (λέγεται κυρίως για ψάρια)
    ⮡  η πέστροφα ήταν αβγωμένη

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αβγωμένοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)