Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανδρωμένος η ανδρωμένη το ανδρωμένο
      γενική του ανδρωμένου της ανδρωμένης του ανδρωμένου
    αιτιατική τον ανδρωμένο την ανδρωμένη το ανδρωμένο
     κλητική ανδρωμένε ανδρωμένη ανδρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανδρωμένοι οι ανδρωμένες τα ανδρωμένα
      γενική των ανδρωμένων των ανδρωμένων των ανδρωμένων
    αιτιατική τους ανδρωμένους τις ανδρωμένες τα ανδρωμένα
     κλητική ανδρωμένοι ανδρωμένες ανδρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανδρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανδρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

ανδρωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ανδρώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία