Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανδρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανδρωμέν
ος
η
ανδρωμέν
η
το
ανδρωμέν
ο
γενική
του
ανδρωμέν
ου
της
ανδρωμέν
ης
του
ανδρωμέν
ου
αιτιατική
τον
ανδρωμέν
ο
την
ανδρωμέν
η
το
ανδρωμέν
ο
κλητική
ανδρωμέν
ε
ανδρωμέν
η
ανδρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανδρωμέν
οι
οι
ανδρωμέν
ες
τα
ανδρωμέν
α
γενική
των
ανδρωμέν
ων
των
ανδρωμέν
ων
των
ανδρωμέν
ων
αιτιατική
τους
ανδρωμέν
ους
τις
ανδρωμέν
ες
τα
ανδρωμέν
α
κλητική
ανδρωμέν
οι
ανδρωμέν
ες
ανδρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανδρωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ανδρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ανδρωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ανδρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανδρωμένος