ανδρώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανδρώνω < αρχαία ελληνική ἀνδρόω
Ρήμα επεξεργασία
ανδρώνω και αντρώνω (αντρώνομαι, ανδρώνομαι)
- κάνω κάποιον άντρα ή έναν άνθωπο γυναίκα, παιδί, ή και μια ολόκληρη γενιά να ωριμάσει, να μάθει τη ζωή, να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της
- κάνω κάποιον γενναίο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανδρώνω
|