ανασυνταγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανασυνταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανασυντάσσω
Μετοχή
επεξεργασίαανασυνταγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανασυντάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασυνταγμένος
→ δείτε τη λέξη ανασυντεταγμένος |