↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμβλυμμένος η αμβλυμμένη το αμβλυμμένο
      γενική του αμβλυμμένου της αμβλυμμένης του αμβλυμμένου
    αιτιατική τον αμβλυμμένο την αμβλυμμένη το αμβλυμμένο
     κλητική αμβλυμμένε αμβλυμμένη αμβλυμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμβλυμμένοι οι αμβλυμμένες τα αμβλυμμένα
      γενική των αμβλυμμένων των αμβλυμμένων των αμβλυμμένων
    αιτιατική τους αμβλυμμένους τις αμβλυμμένες τα αμβλυμμένα
     κλητική αμβλυμμένοι αμβλυμμένες αμβλυμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμβλυμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αμβλύνω

αμβλυμμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αμβλύνω

Συνώνυμα

επεξεργασία
  1. εξασθενημένος
  2. στομωμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία