αγαπημένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣa.piˈme.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐πη‐μέ‐να
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- αγαπημένα < αγαπημέν(ος) + -α
Επίρρημα
επεξεργασίααγαπημένα (τροπικό επίρρημα)
- με στοργή, χωρίς αντιπαραθέσεις
- ⮡ Να παίζετε αγαπημένα. Μην τσακώνεστε
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίρρημα
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- αγαπημένα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής αγαπημένος στον πληθυντικό, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική favourites[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαπημένα ουδέτερο
- (διαδίκτυο) οι σελιδοδείκτες στο διαδίκτυο, οι ιστοσελιδες που κάποιος σημειώνει για να επισκέπτεται συχνά χωρις να χρειάζεται να τις αναζητεί
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 3
επεξεργασία- αγαπημένα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααγαπημένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αγαπημένος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγαπημένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)