Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναβρασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναβρασμέν
ος
η
αναβρασμέν
η
το
αναβρασμέν
ο
γενική
του
αναβρασμέν
ου
της
αναβρασμέν
ης
του
αναβρασμέν
ου
αιτιατική
τον
αναβρασμέν
ο
την
αναβρασμέν
η
το
αναβρασμέν
ο
κλητική
αναβρασμέν
ε
αναβρασμέν
η
αναβρασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναβρασμέν
οι
οι
αναβρασμέν
ες
τα
αναβρασμέν
α
γενική
των
αναβρασμέν
ων
των
αναβρασμέν
ων
των
αναβρασμέν
ων
αιτιατική
τους
αναβρασμέν
ους
τις
αναβρασμέν
ες
τα
αναβρασμέν
α
κλητική
αναβρασμέν
οι
αναβρασμέν
ες
αναβρασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αναβρασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αναβράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναβρασμένος