αναβράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβράζω < μεσαιωνική ελληνική ἀναβράζω < αρχαία ελληνική ἀναβράσσω < ἀνά + βράσσω
Ρήμα
επεξεργασίααναβράζω
- βράζω, κοχλάζω, αφρίζω
- ξαναβράζω
- (για τρικυμισμένη θάλασσα) αφρίζω, φουσκώνω
- (για μούστο / κρασί) υφίσταμαι ζύμωση
- (μεταφορικά) ταράζομαι ψυχικά, εξοργίζομαι, εξάπτομαι
- Μέσα η καρδιά μου ανάβρασε, μα πάλι το θυμό μου / κατάπια και του λέω: (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- αναβράζων
- ανάβρασμα
- αναβρασμένος
- αναβρασμός
- αναβραστός
- → δείτε τις λέξεις ανά και βράζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναβράζω | ανάβραζα | θα αναβράζω | να αναβράζω | αναβράζοντας | |
β' ενικ. | αναβράζεις | ανάβραζες | θα αναβράζεις | να αναβράζεις | ανάβραζε | |
γ' ενικ. | αναβράζει | ανάβραζε | θα αναβράζει | να αναβράζει | ||
α' πληθ. | αναβράζουμε | αναβράζαμε | θα αναβράζουμε | να αναβράζουμε | ||
β' πληθ. | αναβράζετε | αναβράζατε | θα αναβράζετε | να αναβράζετε | αναβράζετε | |
γ' πληθ. | αναβράζουν(ε) | ανάβραζαν αναβράζαν(ε) |
θα αναβράζουν(ε) | να αναβράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανάβρασα | θα αναβράσω | να αναβράσω | αναβράσει | ||
β' ενικ. | ανάβρασες | θα αναβράσεις | να αναβράσεις | ανάβρασε | ||
γ' ενικ. | ανάβρασε | θα αναβράσει | να αναβράσει | |||
α' πληθ. | αναβράσαμε | θα αναβράσουμε | να αναβράσουμε | |||
β' πληθ. | αναβράσατε | θα αναβράσετε | να αναβράσετε | αναβράστε | ||
γ' πληθ. | ανάβρασαν αναβράσαν(ε) |
θα αναβράσουν(ε) | να αναβράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναβράσει | είχα αναβράσει | θα έχω αναβράσει | να έχω αναβράσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναβράσει | είχες αναβράσει | θα έχεις αναβράσει | να έχεις αναβράσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναβράσει | είχε αναβράσει | θα έχει αναβράσει | να έχει αναβράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναβράσει | είχαμε αναβράσει | θα έχουμε αναβράσει | να έχουμε αναβράσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναβράσει | είχατε αναβράσει | θα έχετε αναβράσει | να έχετε αναβράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναβράσει | είχαν αναβράσει | θα έχουν αναβράσει | να έχουν αναβράσει |
|