↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναβράζων η αναβράζουσα το αναβράζον
      γενική του αναβράζοντος
αναβράζοντα1
της αναβράζουσας
αναβραζούσης*
του αναβράζοντος
    αιτιατική τον αναβράζοντα την αναβράζουσα το αναβράζον
     κλητική αναβράζων αναβράζουσα αναβράζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναβράζοντες οι αναβράζουσες τα αναβράζοντα
      γενική των αναβραζόντων των αναβραζουσών των αναβραζόντων
    αιτιατική τους αναβράζοντες τις αναβράζουσες τα αναβράζοντα
     κλητική αναβράζοντες αναβράζουσες αναβράζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναβράζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αναβράζω

αναβράζων, -ουσα, -ον

  • που αναβράζει
    ⮡  Αναβράζοντα δισκία παρακεταμόλης. (που διαλύονται σε νερό)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία