αναβράζων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αναβράζων | η | αναβράζουσα | το | αναβράζον |
γενική | του | αναβράζοντος & αναβράζοντα1 |
της | αναβράζουσας & αναβραζούσης* |
του | αναβράζοντος |
αιτιατική | τον | αναβράζοντα | την | αναβράζουσα | το | αναβράζον |
κλητική | αναβράζων | αναβράζουσα | αναβράζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αναβράζοντες | οι | αναβράζουσες | τα | αναβράζοντα |
γενική | των | αναβραζόντων | των | αναβραζουσών | των | αναβραζόντων |
αιτιατική | τους | αναβράζοντες | τις | αναβράζουσες | τα | αναβράζοντα |
κλητική | αναβράζοντες | αναβράζουσες | αναβράζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναβράζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αναβράζω
Μετοχή
επεξεργασίααναβράζων, -ουσα, -ον
- που αναβράζει
- ⮡ Αναβράζοντα δισκία παρακεταμόλης. (που διαλύονται σε νερό)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναβράζων